- θεωρώ
- (ΑΜ θεωρῶ, -έω)1. κοιτάζω, θωρώ, παρακολουθώ προσεκτικά με το βλέμμα2. εξετάζω, ερευνώνεοελλ.1. νομίζω, φρονώ, κρίνω (α. «τόν θεωρώ αδελφό μου» β. «τόν θεωρώ υπεύθυνο για...»)2. (για υπάλληλο) ελέγχω τη γνησιότητα εγγράφων3. προσκομίζω στις αρμόδιες αρχές για θεώρηση («θεωρώ το διαβατήριο μου»)4. (σχετικά με κείμενα) επιμελούμαι και εγκρίνωμσν.-αρχ.1. συλλαμβάνω, κατανοώ «μυστικώς», με την περισυλλογή και την ενόραση («τῴ ἁγίῳ πνεύματι τὸ ἅγιον πνεῡμα θεωρεῑν», Κλήμ. Αλ.)2. προσέχωαρχ.1. (για ηγέτη) επιθεωρώ2. φιλοσοφώ3. είμαι θεατής στο θέατρο ή σε αγώνες4. φιλοσοφώ5. είμαι θεωρός σε πανηγύρι ή σε αγώνες6. αποστέλλω θεωρούς7. πηγαίνω να ρωτήσω στο μαντείο8. παθ. θεωροῡμαι, -έομαισυγκρίνομαι, παραβάλλομαι9. σκέπτομαι, στοχάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Η σημασιολογική του εξέλιξη παράλλ. με την εξέλιξη τής λ. θεωρία*].
Dictionary of Greek. 2013.